- υποτανυω
- ὑποτανύωὑπο-τᾰνύωподстилать, подкатывать
(ἕρματα Hom. - in tmesi)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἕρματα Hom. - in tmesi)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποτανύω — Α απλώνω αποκάτω («ὑπὸ δ ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τανύω «τεντώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek
ὑποτανύειν — ὑποτανύω fut inf act (attic epic) ὑποτανύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτετάνυσται — ὑποτανύω perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)